- μίσσα
- και μίσα, η (Μ μίσσανεοελλ.μουσ. λειτουργία, είδος συμφωνικής θρησκευτικής μουσικής σύνθεσηςμσν.1. απόλυση2. η λειτουργία τών καθολικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missa (< mitto «αφήνω, απολύω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
μισεύω — και μισσεύω και μισεύγω (Μ μισεύω και μισσεύω και μισεύγω) 1. (γενικά) αναχωρώ από έναν τόπο 2. (ειδικά) αποδημώ, εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι («σαν τούς αποχαιρέτησε κι εμίσσευγε», Ερωτόκρ.) 3. εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο 4. απομακρύνομαι, φεύγω,… … Dictionary of Greek